προκύπτιον

προκύπτιον
τὸ, Α [προκύπτω]
ο αυτοκρατορικός θρόνος στον Ιππόδρομο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκυπτικός — ή, όν, Μ [προκύπτιον] φρ. «προκυπτικὸν κλωβίον» το προκύπτιον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”